- φῦταλίη
- φῦταλίη (φυτόν): plantation; vineyard or orchard, Il. 6.195. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
φυταλιή — ἡ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. φυταλιά … Dictionary of Greek
φυταλιῇ — φυταλία fem dat sg (epic ionic) φυταλίζω fut ind mid 2nd sg φυταλιά planted place fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλιή — φυταλία fem nom/voc sg (epic ionic) φυταλιά planted place fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυταλίη — φυταλία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
al-2 — al 2 English meaning: “to grow; to bear” Deutsche Übersetzung: “wachsen; wachsen machen, nähren” Material: O.Ind. an ala “ fire “ (“ the glutton “, W. Schulze KZ. 45, 306 = Kl. Schr. 216); Gk. νεᾱλής “ cheerful, strong “ (νέος +… … Proto-Indo-European etymological dictionary
φυταλιά — και επικ. και ιων. τ. φυταλιή, ἡ, Α 1. τόπος με δέντρα ή τόπος φυτεμένος με αμπέλια, σε αντιδιαστολή, κυρίως, προς τη σπαρμένη γη 2. φυτό 3. (ειδικά) α) η ελιά β) η άμπελος 4. χρόνος κατάλληλος για καλλιέργεια φυτών, το δεύτερο ήμισυ τού χειμώνα… … Dictionary of Greek